- αρχιναύαρχος
- οο ανώτερος από τους ναυάρχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι-* + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Naval officer ranks — Navies have military rank systems that often are quite different from those of armies or air forces. Sometimes, services that are considered parts of the navy – marine or amphibious corps – use the army style ranks instead, while the ranks listed … Wikipedia
Звания Второй мировой войны — Офицерские звания войск стран антигитлеровской коалиции и стран Оси времён Второй мировой войны. Не отмечены: Китай (Антигитлеровская коалиция) Финляндия (страны Оси) Обозначения: Пехота Военно морские силы Военно воздушные силы Waffen… … Википедия
Comparative officer ranks of World War II — The following table shows comparative officer ranks of major Allied and Axis powers during World War II. For modern ranks refer to Comparative military ranks. KEY: Navy Army Air Force[1] Waffen SS/Allgemeine SS Generic ranks not specific to any… … Wikipedia
φιλανθρώπινος — Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος. Αρχιναύαρχος του βυζαντινού στόλου, στα χρόνια των αυτοκρατόρων Θεοδώρου B’ Λάσκαρι και Μιχαήλ Παλαιολόγου, τον οποίο βοήθησε στην κατάληψη του θρόνου (1259). Τιμήθηκε για τη βοήθειά του αυτή με τον… … Dictionary of Greek
Αδαλβέρτος — I (Adalbert).Όνομα δύο κληρικών. 1. Επίσκοπος Πράγας, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας (937 997). Η μνήμη του γιορτάζεται στις 23 Απριλίου. Το 982 ανέλαβε την επισκοπή Πράγας και επιδόθηκε, δίχως επιτυχία, στον προσηλυτισμό των Βοημών. Δύο φορές… … Dictionary of Greek
Αήττητη Αρμάδα — Oνομασία με την οποία χαρακτηρίστηκε ο στόλος που συγκρότησε ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας, με σκοπό να καταφέρει τελειωτικό πλήγμα στην αγγλική ναυτική δύναμη, που είχε αρχίσει να ανταγωνίζεται επικίνδυνα την Ισπανία. Ο στόλος περιλάμβανε 132… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Σεχίτ — (; – 1571).Γνωστός και ως Μουεζίν ζαδέ (γιος του Χότζα). Αρχιναύαρχος του τουρκικού στόλου την εποχή του Σελίμ B’. Πριν αναλάβει το αξίωμα αυτό ήταν αρχηγός των γενίτσαρων. Πήρε μέρος στην τουρκική εκστρατεία εναντίον της Κύπρου και ήταν παρών… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Τσελεμπί — (αρχές 17ου αι.). Μεγάλος βεζίρης, την εποχή του Οσμάν B’. Ήταν γιος του αντιβασιλιά της Τύνιδας Αχμέτ πασά. Είχε κατά καιρούς διάφορα αξιώματα, έγινε έπειτα καπετάν πασάς (αρχιναύαρχος) και τέλος μεγάλος βεζίρης (1620). Έδειξε μεγάλη σκληρότητα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… … Dictionary of Greek